-
1 κατ-αρτάω
κατ-αρτάω, darüber-, darauf-, anhängen; Arist. probl. 3, 20; Plut. Rom. 16; ἄμπελοι πυκνοῖς κατήρτηντο βότρυσιν, mit Trauben behangen, Luc. am. 12. Bei Her. 3, 80 ist χρῆμα κατηρτημένον eine wohleingerichtete, zweckmäßige Sache, also = κατηρτυμένον; so auch Hippocr. u. Galen., οὐδὲν λέγουσι κατηρτημένον, Zweckmäßiges, Versiändiges sagen. S. καταρτίζω.
-
2 καταρτάω
κατ-αρτάω, darüber-, darauf-, anhängen; ἄμπελοι πυκνοῖς κατήρτηντο βότρυσιν, mit Trauben behangen; χρῆμα κατηρτημένον eine wohleingerichtete, zweckmäßige Sache, also = κατηρτυμένον; οὐδὲν λέγουσι κατηρτημένον, Zweckmäßiges, Verständiges sagen -
3 καταρταω
1) подвешивать, вешать(τι ἔκ τινος Plut.)
ἄμπελοι πυκνοῖς κατήρτηντο βότρυσιν Luc. — лозы были густо увешаны гроздьями;τὰ καταρτώμενα Arst. — (корабельные) снасти2) хорошо устраивать, приводить в порядокχρῆμα κατηρτημένον (Her. - v. l. κατηρτισμένον от καταρτίζω) — нечто благоустроенное
-
4 καταρτάω
A hang up, suspend, Plu.Rom.16;τὶ ἔκ τινος Id.Marc. 8
:—[voice] Pass., to be suspended, Arist.Pr. 874a18; κατήρτηντο βότρυσιν were hung thick with grapes, Luc.Am.12.II fasten, adjust, Χρῆμα κατηρτημένον a well-adjusted or convenient thing, Hdt.3.80; κατήρτητο became normal, recovered sense, Hp.Epid.1.26.ή; οὐδὲν -ημένον λέγειν to talk no connected sense, Id.Acut.(Sp.) 16:—later in [voice] Act.,τῇ θεῷ κατάρτησον σαυτήν Herod.1.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρτάω
См. также в других словарях:
καταρτώ — καταρτῶ, άω (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου («τῶν ὅπλων τοῡ Ἄκρωνος ἕκαστον ἐν τάξει περιήρμοσε καὶ κατήρτησεν», Πλούτ.) 2. προσδένω, προσαρμόζω («χρῆμα κατηρτησμένον», Ηρόδ.) 3. σωφρονίζω 4. παθ. καταρτῶμαι, άομαι επανέρχομαι στις αισθήσεις μου… … Dictionary of Greek